- μουρνταριά
- και μουρδαριά η [μουρντάρης]η ιδιότητα τού μουρντάρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουρνταριά — η 1. το να είναι κανείς μουρντάρης, το βρόμισμα: Έκανε μουρνταριές στην κουζίνα. 2. μτφ., ακόλαστη πράξη, ανηθικότητα: Τον παράτησε γιατί έκανε μουρνταριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρδαριά — η βλ. μουρνταριά … Dictionary of Greek